- ὠκύθοος
- ὠκύθοοςswift-runningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωκύθοος — όα, ον, Α 1. ὠκύδρομος* 2. το ουδ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «ὠκύθοον πόα τις ἡ τρίφυλλος καλούμενη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + θοος (< θοός «ταχύς» < θέω «τρέχω»), πρβλ. ἱππό θοος] … Dictionary of Greek
ὠκύθοον — ὠκύθοος swift running masc acc sg ὠκύθοος swift running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυθόη — ὠκύθοος swift running fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυθόοιο — ὠκύθοος swift running masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυθόου — ὠκύθοος swift running masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυθόῳ — ὠκύθοος swift running masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώκινον — τὸ, Α είδος ζωοτροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί σωστά και δεδομένου ότι πρόκειται για ποικιλία τριφυλλιού το οποίο ανθίζει πρώιμα («ὠκύθοος πόα τις ἡτρίφυλλος καλουμένη» Ησύχ.) και διευκολύνει τη χώνευση τών ζώων, ο τ. ὤκινον θα μπορούσε… … Dictionary of Greek
ὠκυθόαι — ὠκυθόᾱͅ , ὠκύθοος swift running fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)